Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΥΡΕΙΟ



πρέφα: ρώσικο παιχνίδι με τράπουλα, παρόλο που η λέξη είναι γαλλική(συντομογραφικός τύπος του preference = προτίμηση). Δύσκολο στην εκμάθησή του, χαρακτηρίζεται σαν "εγκεφαλικό". Γι΄αυτό ο λαός, αν κάποιος δεν καταλαβαίνει κάτι, λέει: "δεν το πήρε πρέφα".
Μόλυβος:
πόλη της Λέσβου. Το αρχαίο της όνομα ήταν Μήθυμνα, το οποίο συνυπάρχει ως σήμερα.
τράτα: μικρό σκάφος για ψάρεμα
αθερίνα: μικρό ψάρι, χρησιμοποιείται συχνά και ως δόλωμα

κανονάκια του κονιάκ: ποτηράκια του κονιάκ

Το παραπάνω κείμενο είναι μια περιγραφή ενός καφενείου και ενός κουρείου που η συγγραφέας Φωτεινή Φραγκούλη με πολύ νοσταλγία περιγράφει εικόνες από την παιδική της ηλικία, όταν στο χ
ωριό της υπήρχαν πολλά καφενεία αλλά πλέον έχουν αντικατασταθεί από τουριστικά καταστήματα.
Μάλισ
τα επειδή πήγαινε στο καφενείο μαζί με τον παππού της και όταν αυτός κέρδιζε στην πρέφα της έδινε λουκούμια, αυτή ονόμαζε το καφενείο "λουκουμέ".
Η Φωτεινή Φραγκούλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μόλυβο της Μυτιλήνης. Σπούδασε ψυχολογία και παιδαγωγικά. Εργάζεται στην Αθήνα ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Έργα της: "Το χωραφάκι της αγάπης", "Η Κυράνη του δάσους", "Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της", "Το μισό πιθάρι", "Το ταίρι της αταίριαστης","Οι άγγελοι των κοχυλιών", "Το τραγούδι της Περσεφόνης", "Εφτά ορφανά μολύβια... εφτά ιστορίες".

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο "39 καφενεί
α και ένα κουρείο".
Πρόκειται για ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της Tζέλης Xατζηδημ
ητρίου με θέμα τα εναπομείναντα καφενεία της Λέσβου. Tα καφενεία και το κουρείο της μας φέρνουν τις μυρωδιές και τις γεύσεις τους, τα ενθυμήματα και τα χρώματα της απομόνωσης και της παρέας, τον θόρυβο και τους ψιθύρους της τελετουργίας και του ξεφαντώματος, την ευλάβεια και την ελευθερία που επιτρέπει το ούζο και ο κρασομεζές, συνοδευόμενα από καβγάδες κι εκμυστηρεύσεις, ή απλώς αναθυμίσεις και ρέμβη στην ανάπαυλα της μέρας. Λουσμένες σε ένα εξαγνιστικό φως, οι φωτογραφίες αυτές μας μεταδίδουν ατόφια την ατμόσφαιρα μιας απροσποίητης αυθεντικότητας, μυώντας μας σε χώρους που αργοπεθαίνουν, καθώς αλλάζουν, πλέον, ραγδαία οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι νοοτροπίες που εξέφραζαν. Στο λεύκωμα περιέχονται κείμενα των Aλέκου Φασιανού, Γιώργου Xρονά, Γιώργου Nικολακάκη, Eυθύμιου Παπαταξιάρχη, Θανάση Παρασκευαΐδη και Φωτεινής Φραγκούλη.

Ο ΜΟΛΥΒΟΣ

Μαζί με τα χωριά Συκαμιά, Σκάλα Συκαμιά, Λεπέτυμνο, Άργενο, Βαφειό και της μαγευτικής Εφταλούς αποτελούν το δήμο Μηθύμνης. Είναι η τουριστική πρωτεύουσα της Λέσβου και εξακολουθεί να προσελκύει το ενδιαφέρον ντόπιων και ξένων επισκεπτών το ίδιο έντονα, όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες.
Σήμα κατατεθέν της πόλης το κάστρο της, το δεύτερο μεγαλύτερο του νησιού, που δεσπόζει επάνω στο βράχο, κτίσμα πιθανώς του 13ου αι. που επισκευάστηκε το 1373 από τον ηγεμόνα του νησιού, Φραγκίσκο Α’, και το 1462 ενισχύθηκε από τους Τούρκους. Ο Μόλυβος αποκαλείται η «Μονεμβασιά της Μυτιλήνης».



Τα παραδοσιακά του πετρόχτιστα σπίτια, και τα δαιδαλώδη λιθόστρωτα καλντερίμια του, δικαιολογούν απόλυτα την ανακήρυξη της περιοχής, το 1965, σε διατηρητέο και παραδοσιακό οικισμό. Το γραφικό λιμανάκι στην άκρη του οικισμού, συμπληρώνει μοναδικά την ξεχωριστή του εικόνα.



Όμορφα πέτρινα σπίτια και διατηρητέα αρχοντικά (μεταξύ αυτών του ποιητή Αργύρη Εφταλιώτη, του Ηλία Βενέζη και του Κράλλη το οποίο σήμερα ανήκει στη Σχολή Καλών τεχνών) με αρχιτεκτονική που εντυπωσιάζει, λιθόστρωτα καλντερίμια και παλιές εκκλησίες. Χαρακτηριστικά δημόσια κτίσματα που σώζονται στο Μόλυβο από την Τουρκοκρατία είναι οι βρύσες με τις ανάγλυφες επιγραφές. H αγορά, εκτείνεται σε δύο δρόμους που καταλήγουν σε μία μικρή γραφική πλατεία.



Πλήθος εστιατορίων και μαγαζιών με τουριστικά είδη τραβούν την προσοχή του τουρίστα, ενώ η θέα από τη θάλασσα που απλώνεται, είναι μαγευτική.



Η συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες για τα καφενεία των παιδικών της χρόνων στο Μόλυβο της Λέσβου. Πέτρινα, με σκεπή από κεραμίδια με μεγάλα ξύλινα παράθυρα και θέα προς τη θάλασσα. Στο εσωτερικό τα μαρμάρινα τραπεζάκια και πάνω τους τα ποτηράκια του κονιάκ, και του ούζου, οι πιατέλες με τους θαλασσινούς μεζέδες και η μυρωδιά του καφέ μαζί με το χτύπημα των χεριών στο τραπέζι κατά τη διάρκεια στο χαρτοπαίγνιο και τη μουσική από το τζουκμποξ, μπορεί να το χαρακτηρίσει σαν παραδοσιακό.



Τις καθημερινές συνήθως σύχναζαν άντρες που έπιναν τον καφέ τους, έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι και συζητούσαν για τις δουλειές και τα προβλήματά τους. Αντίθετα τις Κυριακές η εικόνα άλλαζε αφού επισκέπτονταν και οι γυναίκες τα καφενεία κατά τις οικογενειακές εξόδους τους.

Το παρακάτω ποίημα περιλαμβάνεται μέσα στο βιβλίο "32 καφενεία και ένα κουρείο". Ποια κοινά στοιχεία με το κείμενο του βιβλίου διαπιστώνεις;

ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Ναργιλέδες και καφέδες
και γλυκά του κουταλιού
του παλιού του καφενείου

λεβεντιάς του λιμανιού.

Το ΄να πόδι πάνω στ΄άλλο
τάβλι πρέφα και καφέ
πάνε τα φαρμάκια κάτω
φέρνει ο πόνος τη χαρά.

Ένα ούζο από μένα
στον Νικόλα τον ψαρά
στον Θανάση τον ψημένο
με αλμύρα και ψαριά.

ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ


Στην Ελλάδα, το πρώτο ελληνικό καφενείο άνοιξε στο Ναύπλιο μόλις απελευθερώθηκε η πόλη.
Στην Αθήνα, πολύ πριν η πό
λη ανακηρυχθεί πρωτεύουσα του νέου κράτους, το πρώτο καφενείο ίδρυσε ένας Βαυαρός, το ονομαστό "Πράσινο δενδρί" στην Ιερά Οδό, το 1834. Μετά την ανακήρυξη της σε πρωτεύουσα, άνοιξε και το περίφημο καφενείο " Η Ωραία Ελλάς"(1873), στη συμβολή των οδών Ερμού και Αιόλου, το οποίο έγινε σημείο συγκέντρωσης όλων των διάσημων προσωπικοτήτων του καιρού.
Αργότερα, γύρω στο 1910, τα τρία αδέλφια της οικογένειας Λουμίδη εργάζονταν σε ένα από τα καφεκοπτεία της εποχής. Με την πείρα που απέκτησαν, άνοιξαν αργότερα το πρώτο το
υς κατάστημα στον Πειραιά(1919). Σύντομα παρουσίασαν τον περίφημο "Έτοιμο Καφέ Λουμίδη", που κατέκτησε γρήγορα την Ελλάδα, παρόλο που ο κόσμος ήταν αρκετά δύσπιστος την εποχή εκείνη σε κάθε είδους έτοιμο παρασκεύασμα. Αργότερα παρουσίασαν και το γνωστό "Παπαγάλο", βάζοντας τον παρακευασμένο καφέ σε κάθε σπίτι και καφενείο της χώρας μας.



Στην αγορά, κοντά στο λιμάνι βρισκόταν και το κουρείο του πατέρα της. Καθαρό, μυρωδάτο από τις κολόνιες, με καρυδένια έπιπλα και μεγάλους καθρέφτες που μπορούσε να βλέπει το λιμάνι, τις τράτες και τα ηλιοβασιλέματα συνέθεταν επίσης ένα παραδοσιακό κουρείο που πλέον στην εποχή μας έχει χαθεί.